ΣΤΥΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Μια συχνή επιπλοκή του διαβήτη στους διαβητικούς άνδρες είναι η στυτική δυσλειτουργία, μια δυσλειτουργία που μπορεί να οδηγήσει σε σεξουαλική ανικανότητα. Η κατάσταση αυτή, ενώ όπως αναφέρθηκε είναι συχνή, εν τούτοις είναι η ολιγότερη συζητούμενη κατάσταση με τον θεράποντα ιατρό. Αμηχανία, φόβος ή και άγνοια σχετική με τα σεξουαλικά προβλήματα μπορεί να είναι τα αίτια που οδηγούν στην «απόκρυψη» του προβλήματος. Επειδή όμως η παρουσία στυτικής δυσλειτουργίας δυνατόν αν αποτελέσει προγνωστικό δείκτη σιωπηλής ισχαιμίας του μυοκαρδίου στα διαβητικά άτομα, το πρόβλημα αυτό πρέπει να αναφέρεται στον θεράποντα ιατρό για περαιτέρω διερεύνηση και αντιμετώπιση.
Τι ορίζεται ως δυσλειτουργία της στύσης;
Ως δυσλειτουργία της στύσης (erectile dysfunction) ορίζεται η αδυναμία επίτευξης ή/και διατήρησης επαρκούς ποιότητας στύσης για ικανοποιητική σεξουαλική δραστηριότητα.
Πόσο συχνή είναι η δυσλειτουργία της στύσης;
Παγκοσμίως υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 100 εκατομμύρια άνδρες παρουσιάζουν κάποιου βαθμού δυσλειτουργία της στύσης. Υπολογίζεται ότι το 30% των κύριων αιτίων στυτικής δυσλειτουργίας στις ΗΠΑ οφείλεται στο διαβήτη. Η συχνότητα της δυσλειτουργίας της στύσης ανέρχεται συνολικά στο 40% περίπου του διαβητικού πληθυσμού. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται με την ηλικία. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα ανάπτυξης στυτικής δυσλειτουργίας είναι τριπλάσια σε διαβητικούς από 40 έως 70 ετών απ’ότι σε μη διαβητικούς.
Με ποιούς παράγοντες σχετίζεται η στυτική δυσλειτουργία;
Η επίπτωση της στυτικής δυσλειτουργίας στο διαβητικό πληθυσμό σχετίζεται με την ηλικία του ασθενούς, τη διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη, τις χρόνιες επιπλοκές και την ποιότητα της ρύθμισης του σακχάρου. Ειδικότερα σε ότι αφορά στη διάρκεια της νόσου, ποσοστό άνω του 40% παρουσιάζει πρόβλημα στύσης 10 χρόνια μετά τη διάγνωση του διαβήτη.
Που οφείλεται η στυτική δυσλειτουργία στο διαβήτη;
Στο διαβήτη παρατηρείται συχνά (έως και 40% των διαβητικών ατόμων) νευροπάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Το αυτόνομο νευρικό σύστημα ελέγχει τα νευρικά ερεθίσματα που δεν ελέγχονται από τη βούληση μας και αποτελείται από το συμπαθητικό και παρασυμπαθητικό σύστημα. Η συχνότητα της δυσλειτουργίας της στύσης αυξάνεται με τη διάρκεια του διαβήτη καθώς και σε διαβητικά άτομα με περιφερική νευροπάθεια, αμφιβληστροειδοπάθεια και ιστορικό εμφράγματος. Η νευροπάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος οδηγεί σε δυσλειτουργία κύρια του παρασυμπαθητικού συστήματος, με αποτέλεσμα μειωμένη αγγειοδιαστολή των αρτηριών του πέους και ως εκ τούτου μειωμένη στύση. Παράλληλα η μακροαγγειοπάθεια που παρατηρείται στο διαβήτη (αθηρωμάτωση των μέσου και μεγάλου εύρους αρτηριών) όπως και η μικροαγγειοπάθεια συμβάλουν στο πρόβλημα, αφού οδηγούν σε περιορισμό της αρτηριακής παροχής στο πέος.
Πατήστε εδώ για να βρείτε περισσότερες πληροφορίες για τη νευροπάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Πώς γίνεται ο έλεγχος της στυτικής δυσλειτουργίας στο διαβητικό άτομο;
Ο έλεγχος και κατ’επέκταση η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού προϋποθέτει αρχικά σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασία ασθενούς με ιατρό. Η διερεύνηση και ο έλεγχος κατόπιν του προβλήματος περιλαμβάνει:
1. την εκτίμηση της ρύθμισης του σακχάρου,
2. την εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας,
3. τον έλεγχο για ύπαρξη μακροαγγειοπάθειας,
4. τη διερεύνηση για νευροπάθεια του ΑΝΣ και
5. ειδικό αιμοδυναμικό έλεγχο που περιλαμβάνει τη δυναμική σηραγγογραφία και σηραγγομετρία, το Doppler υπερηχογράφημα των αρτηριών του πέους και τη μέτρηση του βραχιονοπεϊκού δείκτη πίεσης.
Ποιά είναι η αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας του διαβήτη;
H αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας προϋποθέτει πρώτα και κύρια την όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική ρύθμιση του σακχάρου. Σε δεύτερο στάδιο ακολουθεί η φαρμακευτική αντιμετώπιση του προβλήματος με ουσίες που υποβοηθούν τη στύση. Οι ουσίες αυτές είναι βασικά αναστολείς ενός ενζύμου της φωσφοδιεστεράσης που προκαλούν αποκατάσταση της αγγειοδιαστολής των αρτηριών του πέους και άρα της στύσης. Προϋπόθεση βέβαια για να δράσουν οι ουσίες αυτές αποτελεί η σεξουαλική διέγερση, αφού χωρίς διέγερση τα φάρμακα αυτά δεν δρουν.
Ποιά φάρμακα υπάρχουν σήμερα που υποβοηθούν τη στυτική δυσλειτουργία;
Τα φάρμακα που κυκλοφορούν στο εμπόριο κατά της στυτικής δυσλειτουργίας είναι:
- η σιλδεναφίλη, το γνωστό σε όλους μας Viagra,
- η βαρδεναφίλη (Levitra) και
- η ταδαλαφίλη (Cialis).
Οι πρώτες δύο ουσίες έχουν ταχεία δράση, ενώ η ταδαλαφίλη έχει 24ώρη διάρκεια δράσης.
Ποιές οι ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών;
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες δεν είναι σημαντικές. Αναφέρονται πονοκέφαλος, αίσθημα έξαψης, δυσπεψία, ρινική συμφόρηση καθώς και παροδικές διαταραχές όρασης.
Τα όσα ακούγονται σχετικά με ενδεχόμενες παρενέργειες των φαρμάκων αυτών στο καρδιαγγειακό σύστημα ισχύουν;
Ανέκαθεν υπήρχε ένας προβληματισμός για τις ενδεχόμενες παρενέργειες των φαρμάκων αυτών από το καρδιαγγειακό σύστημα. Τα στοιχεία ωστόσο από τις ερευνητικές μελέτες δεν δείχνουν αυξημένη επίπτωση εμφραγμάτων στην ομάδα των ασθενών που ελάμβαναν τις φαρμακευτικές ουσίες αυτές συγκριτικά με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου (placebo). Είναι εντούτοις χρήσιμο τα διαβητικά άτομα να υποβάλλονται σε αδρό καρδιολογικό έλεγχο (τεστ κόπωσης, triplex καρδιάς) πριν τη λήψη των σκευασμάτων αυτών για το ενδεχόμενο σιωπηλής ισχαιμίας και όχι μόνο.
Υπάρχουν αντενδείξεις χορήγησης των φαρμάκων αυτών;
Απόλυτη αντένδειξη χορήγησης των φαρμάκων αυτών αποτελεί η συγχορήγηση με νιτρώδη (Nitroderm TTS, Glytrin spray), ενω σχετική αντένδειξη των ουσιών αυτών παρατηρείται όταν υπάρχει αντένδειξη σεξουαλικής δραστηριότητας σε καταστάσεις όπως:
- ασταθή στηθάγχη,
- προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια,
- στους πρώτους 2 μήνες μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και
- σε βαριά ανεπάρκεια του συκωτιού και των νεφρών.
Οι διαβητικές γυναίκες πάσχουν επίσης από σεξουαλική δυσλειτουργία;
Από μερικές κλινικές έρευνες φαίνεται πως υπάρχει σεξουαλική δυσλειτουργία και στις διαβητικές γυναίκες. Μάλιστα η ηλικία του ατόμου αλλά και η διάρκεια του διαβήτη είναι οι σχετιζόμενοι παράγοντες με τη δυσλειτουργία αυτή. Συγκεκριμένα η δυσλειτουργία στις γυναίκες εκφράζεται με:
- απώλεια του σεξουαλικού ενδιαφέροντος και επιθυμίας,
- δυσκολία στη διέγερση,
- δυσκολίες στην ύγρανση του κόλπου,
- πόνο κατά τη συνουσία και
- απώλεια της ικανότητας οργασμού.
Αυτό που εξάγεται ως συμπέρασμα από τις διάφορες μελέτες, είναι ότι η σεξουαλική λειτουργία στις γυναίκες που πάσχουν από διαβήτη επηρεάζεται πολύ περισσότερο από ψυχολογικούς παράγοντες και επιδράσεις (όπως είναι η κατάθλιψη και το συζυγικό status) παρά από τη ρύθμιση του σακχάρου ή τις χρόνιες επιπλοκές της νόσου.